Ἀκραιφίαι

Ἀκραιφίαι
Ἀκραιφίᾱͅ , Ἀκραιφίη
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ακραιφίαι — Αρχαία μικρή πόλη της Βοιωτίας, κοντά στην Κωπαΐδα, όπου κατέφυγαν οι Θηβαίοι για να αποφύγουν τον θυμό του νικητή Μεγάλου Αλεξάνδρου, επειδή είχαν αρνηθεί να παραδοθούν στον στρατό του, το 335 π.Χ. Κοντά της βρισκόταν ο ναός του Πτώου Απόλλωνα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”